- τεσσαρακονταετις
- τεσσαρακονταετίςτεσσᾰρακοντᾰ-ετίςатт. τεττᾰρᾰκοντᾰετίς -ίδος adj. f сорокалетняя Plat.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τεσσαρακονταέτις — ιδος, ἡ, Α βλ. τεσσαρακονταετής … Dictionary of Greek
τεσσαρακονταέτης — ο, ΝΑ, και θηλ. τεσσαρακονταέτις, ιδος, Α βλ. τεσσαρακονταετής … Dictionary of Greek
τεσσαρακονταετής — ές και ως ουσ. τεσσαρακονταέτης και τεσσαραρακοντούτης, ο, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τεσσαρακοντούτις Ν, και αττ. τ. αρσ. τετταρακοντούτης και τ. θηλ. τεσσαρακονταέτις, και τεσσαρακοντοῡτις, ούτιδος, ΜΑ 1. αυτός που έχει ηλικία σαράντα χρόνων, σαραντάρης… … Dictionary of Greek